- ξεσπάω
- ξεσπάω (σπάν. ξεσπώ), ξέσπασα βλ. πίν. 68
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek
εκχορεύω — ἐκχορεύω (Α) 1. βγαίνω από τον χορό 2. μτφ. εκρήγνυμαι, ξεσπάω 3. μτφ. αγάλλομαι, σκιρτώ από χαρά 4. μέσ. αποβάλλω, διώχνω κάποιον από τον χορό … Dictionary of Greek
επιβρύω — ἐπιβρύω (Α) 1. (για νερό) ξεσπάω, αναβρύζω με αφθονία 2. αναδίδω με αφθονία («κάμηλον σκώληξιν ἐπιβρύουσαν») 3. (για άνθη) έχω πλούσια ανθοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρύω «είμαι γεμάτος, είμαι πλήρης»] … Dictionary of Greek
ζαλάω — (Α) [ζάλη] (συν. στη μτχ.) επιφέρω ζάλη, σηκώνω θύελλα, ξεσπάω σε θύελλα («ζαλόωσα... χάλαζα», Νικ.) … Dictionary of Greek
προεκρήγνυμαι — Α 1. εκρήγνυμαι, ξεσπάω πρόωρα («χειμῶνες οὐ κατὰ καιρὸν, ἀλλ ἐξαίφνης... προεκρηγνύμενοι», Ιπποκρ.) 2. (για νόσο) εμφανίζομαι ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκρήγνυμαι «σπάζω, ξεσπώ»] … Dictionary of Greek